- μάλλιος
- (Μ μάλλιος και μάλλιο και μάλλιον)επίρρ.1. μάλλον, περισσότερο2. καλύτερα, σωστότερα3. αντιθέτως («λύπηση το βασιλιό να 'χει κιαμιά δεν είδα, μάλλιος το θρόνον τ' άφηκε, κ' εκ τη χαράν τ' επήδα», Ερωφ.)4. επί πλέον, ακόμη και («τη συντροφιά σου θέλομε, μάλλιος παρακαλούμε», Στάθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μάλλον, κατά το επίρρ. κάλλιο, ή από συμφυρμό τού ιταλ. meglio με το επίρρ. κάλλιο].
Dictionary of Greek. 2013.